- βάδιο
- Ορυκτό, μείγμα κυρίως υπεροξειδίου του μαγγανίου (MnO2), υποξειδίου του μαγγανίου (MnO), και κρυσταλλικού νερού. Εμφανίζεται σε πολλές παραλλαγές, από τις οποίες κυριότερες μορφές είναι ο ασβολάνης και ο λαμπαδίτης. Το χρώμα του είναι καστανωπό, ερυθρωπό, σκούρο με κυανές αποχρώσεις ή και μαύρο. Η σκληρότητά του είναι 1-3 βαθμούς της σκληρομετρικής κλίμακας. Σχηματίζεται από αποσάθρωση μαγγανιούχων πυριτικών και σιδηρομαγγανιούχων μεταλλευμάτων, που πολλές φορές βρίσκονται με προσμείξεις οξειδίου καλίου, οξειδίου σιδήρου, οξειδίου βαρίου, οξειδίου ασβεστίου και διοξειδίου πυριτίου. Παραγωγή και εκμετάλλευση β. γίνεται στη Γαλλία, στη Γερμανία, αλλά και στην Ελλάδα (στη Μήλο και στην Αντίπαρο, στο Λαύριο) κ.α.
Dictionary of Greek. 2013.